χαλβαδοποιία

χαλβαδοποιία
η
η τέχνη ή η βιομηχανία της κατασκευής χαλβά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαλβαδοποιία — η, Ν 1. η τέχνη και το επάγγελμα τού χαλβαδοποιού, η τέχνη τής παρασκευής χαλβά 2. βιοτεχνία ή βιομηχανία που παρασκευάζει χαλβά και η αντίστοιχη εγκατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβαδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 οτην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”